Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Το κορίτσι του λεωφορείου


                                           



Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους. Με κάνει να σκέφτομαι τις ιστορίες τους, τα όνειρά τους, τα συναισθήματά τους. Άλλοι μένουν χαραγμένοι στη μνήμη μου για χρόνια, άλλοι για μήνες και άλλοι για μερικά δευτερόλεπτα. Κανείς, όμως, δε με χάραξε τόσο βαθιά, όσο εκείνο το κορίτσι με τη μεγάλη άσπρη ομπρέλα. "Το κορίτσι του λεωφορείου" όπως μου αρέσει να το φωνάζω. Ήταν μια Παρασκευή του Δεκέμβρη όταν την πρωτοσυνάντησα στη στάση κοντά στο σπίτι μου. Την προσοχή μου κέντρισε περισσότερο η ομπρέλα της, παρά εκείνη. Αμέσως, έβγαλα το μικρό μπλοκάκι μου και άρχισα να τη σχεδιάζω με το μολύβι που είχα πάντα πρόχειρο στην τσέπη. Το λεωφορείο έφτασε και ανεβήκαμε και οι δυο. Κάτσαμε σε απέναντι θέσεις, κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να την παρατηρήσω περισσότερο. Φορούσε δυο ακουστικά στα αυτιά και τα μαλλιά της έπεφταν μακριά και αναμαλλιασμένα στους ώμους της. Είχε τυλιγμένο ένα μεγάλο πλεκτό κασκόλ γύρω από το λαιμό και ένα βαρύ μπουφάν κάλυπτε το κορμί της. Τα δυο μαύρα μποτάκια της είχαν μισοφαγωμένα τακούνια, αλλά δεν έδειχναν να την απασχολούν. Το μόνο που σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή ήταν η μουσική που άκουγε. Με την άκρη του ματιού μου την έβλεπα να ανοιγοκλείνει το στόμα της, τραγουδώντας χωρίς φωνή, ενώ τα χέρια της χτυπούσαν με μικρές κινήσεις τα γόνατά της ρυθμικά. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη μου και ξαναέβαλα στην τσέπη το μπλοκάκι μου. Σπάνια  ένιωθα την ανάγκη να παρατηρήσω περισσότερο ένα άτομο, παρά να το ζωγραφίσω. Η κοπέλα κατέβηκε τρεις στάσεις πριν από εμένα. Καθώς το λεωφορείο απομακρυνόταν, εγώ συνέχισα μαγνητισμένος να βλέπω την πλάτη της, μέχρι που έγινε μια κουκίδα στον ορίζοντα.

 Δεν περίμενα να την ξανασυναντήσω. Πίστευα ότι ήταν από εκείνες τις μοναδικές στιγμές που είχα την τύχη να ζήσω. Αλλά μετά από τρεις βδομάδες την ξαναείδα στην ίδια στάση, με την ίδια ομπρέλα και το ίδιο κασκόλ. Στα αυτιά αυτή τη φορά δε φορούσε ακουστικά. Έδειχνε ανυπόμονη να φτάσει στον προορισμό της. Το βλέμμα της ήταν χαρούμενο και απλανές. Πότε-πότε, στα χείλη που με τόση μανία δάγκωνε, σχηματιζόταν ένα μικρό χαμόγελο. Μου θύμιζε τόσο εκείνη...
 Όταν οι πόρτες του λεωφορείου άνοιξαν, πετάχτηκε από τη θέση της και με φτερά στα πόδια και στην καρδιά, πήρε τη συνηθισμένη κατεύθυνση, ενώ εγώ έμεινα στη θέση μου καρφωμένος να αναρωτιέμαι ποια μπορεί να ήταν η ιστορία της.
Από εκείνη τη μέρα, έκανα κάμποσο καιρό να τη δω. Την ξαναείδα, πάλι, σε μια άλλη στάση μαζί με κάποιον. Μιλούσαν και γελούσαν, παρόλο που η ώρα ήταν περασμένη και έκανε κρύο. Δεν τους πλησίασα, διότι ήθελα να την κοιτάζω από μακρυά. Πρώτη φορά έβλεπα τόση ευτυχία σε ένα βλέμμα, σε ένα χαμόγελο, σε μια κίνηση. Κι όμως, κάτι μέσα μου μού έλεγε πως αυτή την ευτυχία την είχα κάπου ξαναδεί. Εκείνος έσκυψε και τη φίλησε, και εκείνη απλά αφέθηκε, όπως η άσπρη της ομπρέλα στον άνεμο. Μια νοσταλγία με κυρίεψε, διότι αμέσως κατάλαβα. Το κορίτσι του λεωφορείου ζούσε το παραμύθι της. 
Το βράδυ εκείνο γύρισα σπίτι με τα πόδια. Ήθελα να απολαύσω την ανάμνηση αυτής της εικόνας με μια βραδινή βόλτα και να αναπωλήσω το δικό μου παραμύθι που ξεθάφτηκε μέσα από την καρδιά μου μετά από πολύ καιρό. 

Ήταν Μάρτιος όταν τη συνάντησα, για τελευταία φορά, μέσα στο βραδινό λεωφορείο. Καθόταν μόνη της σε μια θέση κουλουριασμένη. Τα μάτια της είχαν δυο μαύρους κύκλους και ήταν πρησμένα. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο με βλέμμα σκοτεινό και σκεπτικό. Μερικά δάκρυα έσταζαν από τα μάτια της, αλλά εκείνη δεν έμπαινε στον κόπο να τα σκουπίσει. 
Ήθελα να τη ρωτήσω τι συνέβη, να μάθω γιατί δε χαμογελά πια. Ένιωθα μια υποσυνείδητη ανάγκη να της ζητήσω συγγνώμη. Αλλά ένας φόβος με κυρίευσε. Οι πόρτες του λεωφορείου άνοιξαν και εγώ για ακόμα μια φορά σε δίλημμα. Να κατέβω ή να μείνω?
Τα πόδια μου με τράβηξαν προς την έξοδο και κατέβηκα στο συνηθισμένο δρόμο κοντά στο σπίτι. Οι πόρτες έκλεισαν και το λεωφορείο αναχώρησε. Για ακόμη μια φορά είχα αφησει το κορίτσι του λεωφορείου να φύγει. Όπως τότε, είκοσι χρόνια πριν. Που την άφησα να φύγει, αφού περιμέναμε ώρες μαζί στη στάση, παίζοντας με τους αντιχειρές μας σα μικρά παιδιά. Όπως τότε, που την άφησα να φύγει, αφού τη φίλησα και της είπα ότι είμαι ευτυχισμένος. Όπως τότε, που την άφησα να φύγει, αφού κοιμηθήκαμε το βράδυ αγκαλιά. Όπως τότε, έτσι και τώρα την άφησα να φύγει με το βραδινό λεωφορείο. Και εγώ μόνος στη στάση, να περιμένω το επόμενο.
Ναι, κανείς δεν με χάραξε τόσο βαθιά όσο εκείνο το κορίτσι με τη μεγάλη άσπρη ομπρέλα. Διότι ήταν η ανάμνηση του δικού μου παραμυθιού, που εξαιτίας του φόβου μου, μπέρδεψα τις τελευταίες λέξεις. Και αντί να γράψω "...και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα" , έγραψα με βιασύνη "...και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς χώρια."