Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Αγοραίοι έρωτες





Κάθομαι μόνη στο δωμάτιο. Ξέρω, είναι ακατάστατο αλλά δεν έχω όρεξη να μαζέψω. Τα πράγματα μπορούν να περιμένουν, ενώ αυτό που κάνω τώρα όχι. Έχω κλείσει τα μάτια και έχω κουλουριαστεί μέσα σε έναν αυτοσχέδιο κύκλο από μικρά κασετοφωνάκια που τοποθέτησα γύρω μου. Στα τυφλά πιάνω ένα. Πατάω το play και η κασέτα ξεκινά.
"Μου αρέσεις, σε θέλω, περνάω καλά μαζί σου". Stop.
Το αφήνω να πέσει και πατάω το play στο επόμενο κασετοφωνάκι.
"Μου αρέσεις, σε θέλω, περνάω καλά μαζί σου". Stop.
Τρίτο κασετοφωνάκι και μια άλλη φωνή ακούω να ψιθυρίζει.
"Μου αρέσεις, σε θέλω, περνάω καλά μαζί σου". Stop.
 Ψηλαφίζω το τέταρτο κασετοφωνάκι και πατάω το κουμπί, αν και ξέρω τι θα ακούσω.
"Μου αρέσεις, σε θέλω, περνάω καλά μαζί σου". Stop.
    Τι όμορφα λόγια. Τι υπέροχο να τα ακούς από άτομα που και εσένα σου αρέσουν, από άτομα που και εσύ θες, από άτομα που και εσύ περνάς καλά και ονειρεύεσαι ένα αύριο μαζί τους. Φωνάζω δυνατά ξανά και ξανά τις λέξεις που έχουν κολλήσει στο μυαλό μου. Σαν το παιδί που είναι τιμωρία στην τάξη και πρέπει να επαναλάβει εκατό φορές τη φράση: "Μου αρέσεις, σε θέλω, περνάω καλά μαζί σου. Μήπως θέλετε να σηκώσω και το πόδι? Μήπως θέλετε να σηκώσω και τα δυο πόδια για να πονέσω ακόμα περισσότερο? Εντάξει..."
    Στα κρυφά και με μάτια δεμένα, συνεχίζω να πατάω το play στα κασετοφωνάκια. Αυτή τη φορά, όμως, όχι χωριστά, αλλά μαζί. Το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει με φωνές διαφορετικές που έλεγαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. "Μου αρέσεις, σε θέλω, περνάω καλά μαζί σου αλλά....."
Αλλά. Αλλά. Αλλά. Αλλά. Σηκώνομαι και κλωτσώ τα κασετόφωνα μακριά μου, όμως οι λέξεις είναι ακόμα εκεί. Αυτό το "αλλά" μου τρυπάει το μυαλό. Μου τρυπάει την καρδιά. Μου σκίζει τα ρούχα και με αφήνει εκεί, γυμνή στο κρεβάτι να περιμένω κάποιον να αποτελειώσει τη φράση του με μια τελεία. "Κάθομαι καλά έτσι? Ή μήπως να γυρίσω και το πρόσωπό μου ώστε να βλέπετε τα δάκρυα του πόνου? Τα δάκρυα της ταπείνωσης? Εντάξει..."
     Στο βάθος ακούω τη φράση να με ακολουθεί. "Μου αρέσεις, σε θέλω, περνάω καλά μαζί σου, αλλά..."
Απλώνω το χέρι και κοιτώ με βλέμμα παρακλητικό. Γονατίζω. Ουρλιάζω. "Σας παρακαλώ, λίγη αγάπη, λίγη στοργή, λίγο έρωτα ζητάω μόνο!!". Σταματώ.
"Μήπως να μαζέψω καλύτερα το χέρι μου για να μην σας αγγίζω? Μήπως σας λερώνω με αυτή τη θέληση για ανταπόκριση συναισθημάτων? Εντάξει..."
 Παραφέρθηκα. Αυτοχαστουκίζομαι.
"Συγγνώμη, είχα ξεχάσει πόσο νεκροί έχουμε γίνει. Συγγνώμη, είχα ξεχάσει πόση σημασία έχει η σάρκα. Συγγνώμη, είχα ξεχάσει πως ο έρωτας πλέον δεν υπάρχει. Σας ζητώ συγγνώμη, αλλά δεν ήθελα να δω..."
Ο γυμνός εαυτός μου ανοίγει τα μάτια. Προσπαθεί να κρύψει τη γύμνια του, μα μάταια. Κανείς δεν προσπαθεί να βοηθήσει. Μονάχα κοιτούν. Σκύβω το κεφάλι και μουρμουρίζω:
"Αντίο. Δε θα σε ενοχλήσω άλλο. Αντίο. Σε αφήνω να φύγεις. Αντίο. Θα κάνω πως δε με νοιάζει.
Μα αγάπη μου, πριν φύγεις, αφήνεις τα λεφτά στο κομοδίνο?"