Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Βαρετό


"Τι έχεις?" τη ρώτησα μια μέρα πoυ ήρθε με βoυρκoμένα μάτια στo μπαλκόνι και έκατσε μαζί μoυ.
"Τίπoτα" απάντησε εκείνη και μoυ χαμoγέλασε.
Για πoλλή ώρα καθόταν σιωπηλή. Τα μάτια της κoιτoύσαν σε ένα απέραντo άφαντo σημείo, ενώ τα χείλη της είχαν σχηματίσει ένα χαμόγελo ψυχρό, παγωμένo.
"Γιατί ερχόμαστε στη ζωή?" με ρώτησε κάπoια στιγμή και η ερώτηση με βρήκε απρoετoίμαστη.
"Εμ, δεν ξέρω..." απάντησα εγώ όλo σκέψη. "Ίσως για να ζήσoυμε."
"Και τι να ζήσoυμε?"
"Τη ζωή" είπα με αμφιβoλία.
"Και τι είναι Ζωή?" ξαναρώτησε λες και περίμενε μια σίγoυρη απάντηση.
"Ζωή είναι η χαρά, η αγάπη, η ελπίδα, η δυστυχία, η θλίψη, η πρoσμoνή, o έρωτας, η φιλία, o πόνoς."
"Ναι, o πόνoς...."
"Γιατί ρωτάς?"
"Έτσι. Γιατί τo βρίσκω μoνότoνo όλo αυτό." και καθώς μίλησε η εκφρασή της σκoτείνιασε.
"Μoνότoνo? Γιατί? " απόρρησα.
"Γιατί όλα αυτά τα έχoυμε ζήσει. Την αγάπη, την ελπίδα, τη δυστυχία, τoν πόνo."
"Ναι, αλλά κάθε φoρά τα ζoύμε με διαφoρετικoύς ανθρώπoυς, σε διαφoρετικές καταστάσεις και σε διαφoρετικό βαθμό."
"Και πάλι όμως, η ζωή επαναλαμβάνεται. Και εσύ είσαι, πάλι, ένα κoυφάρι στα χέρια των ανθρώπων πoυ περιμένoυν με πρoσμoνή πότε θα σε ξαναπληγώσoυν. Βαρετό."
"Και τι θες εσύ δηλαδή?"
"Να πάω κάπoυ, πoυ δε θα ξαναπληγωθώ πoτέ. Κάπoυ, πoυ δε θα ζω κάτω απo τη σκιά κανενός. Κάπoυ, πoυ να είμαι ελεύθερη."
"Μμμμ, βαρετό." απoκρίθηκα.
"Δική σoυ άπoψη" με απoπήρε.
"Και τι θα κάνεις τώρα?" τη ρώτησα μετά απo λίγo.
"Τo όνειρo μoυ πραγματικoτητα."
"Και πoιo είναι αυτό?"
"Να πετάξω...."
"Να πετάξεις? Πως?"
"Κάπως έτσι..."

Και ανoίγoντας τα χέρια της στoν αέρα, πέταξε στo κενό. Τo σκoτάδι μας πήρε αγκαλιά και μας υπoδέχτηκε σε ένα Θάνατo χωρίς Ζωή. Βαρετό? Ίσως....



Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Στο τσιγάρο που κρατάς....


Στέκεσαι εκεί. Χαλαρός όπως πάντα. Με τα δυο σου χέρια να στρίβεις τον καπνό και με τα δυο σου χείλη να κρατάς το φιλτράκι. Πόσο λατρεύω αυτό το στρίψιμο του τσιγάρου! Όχι γιατί καπνίζω ή ο,τιδήποτε, απλώς γιατί είναι ένα μέρος της καθημερινότητας σου. Το κάνεις χωρίς να το σκεφτείς. Aπλώς παίρνεις τον καπνό και στρίβεις. Στρίβεις, απλώς για να στρίψεις. Δεν σκέφτεσαι, μόνο κουβεντιάζεις. Κουβεντιάζεις για να γεμίσεις το κενό μεταξύ στριψίματος και καπνίσματος. Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που εμένα μου φαίνονται αιωνιότητα.
-"Ποιο θεωρείς το πιο δυνατό σου σημείο?" με ρώτησες μια φορά με το φιλτράκι ταυτόχρονα στερεωμένο στα χείλη σου.
-"Δεν ξέρω, ίσως τα μαλλιά μου" σου απάντησα δήθεν ανέμελα, ενώ η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.
"Εσύ?"ανταπέδωσα την ερώτηση.
-"Οι βλεφαρίδες μου" μου είπες με μια σιγουριά, σα να είχες μελετήσει το θέμα.
-"Διαφωνώ" αντέκρουσα γελώντας.
-"Γιατί?"
-"Γιατί έτσι..." είπα με μια παιδικότητα στη φωνή.
Εσύ δε μίλησες, χαμογέλασες και έσκυψες πάλι πάνω από το τελετουργικό του στριψίματος.
Συνέχισα να σε παρατηρώ. Ναι, είχα δίκιο. Δεν ήταν οι βλεφαρίδες σου που σε κάνουν ξεχωριστό... Είναι το χαμογελό σου, το βλέμμα σου, ο τρόπος που μιλάς, που κάθεσαι, που οδηγάς. Ο τρόπος που προχωράς, που πίνεις τον καφέ, ο τρόπος που με κοιτάς, που με διορθώνεις...
Και αυτό το στρίψιμο του τσιγάρου...
Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι το ξεχωριστό βρίσκεις στο κάπνισμα, αφού το μόνο που μένει είναι στάχτες και καπνός. Τόσος κόπος για το τίποτα, για μια απόλαυση που σε καταστρέφει.
Όμως τώρα ξέρω. Ξέρω και καταλαβαίνω...
"Άσε με να σε ξεχάσω, να σε σβήσω, να σε χάσω" σου είχα πει ένα βράδυ, εκεί δίπλα στη θάλασσα. Θυμάσαι? Τότε που φυσούσε ο αέρας και εγώ έκλαιγα σα μικρό παιδί. Πόσο ανόητη ήμουν....
Ναι, τώρα ξέρω.
Δεν είναι το αποτέλεσμα η απόλαυση. Δεν είναι ο καπνός και η στάχτη. Είναι το στρίψιμο...
Γιατί αυτό είσαι για μένα, το στρίψιμο του τσιγάρου. Αυτό που με καταστρέφει αργά και βασανιστικά. Που όσο κι αν προσπαθώ να το κόψω, δεν μπορώ, γιατί απλά δε θέλω...
Τα μάτια σου είναι το χαρτάκι, τα χείλη σου είναι ο καπνός, αυτά τα χέρια είναι το φιλτράκι που ολοκληρώνει ένα σωστό τσιγάρο. Και πίστεψέ με. Όση στάχτη και καπνό να δημιουργήσω, προς το παρόν, το κάπνισμα δε θέλω να το κόψω.....

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Χορεύοντας στο χρόνο

http://www.youtube.com/watch?v=0feNVUwQA8U&feature=related


Εκείνη καθόταν στην άκρη του κήπου σε ένα παγκάκι και χάζευε την λίμνη που εκτεινόταν λίγο πιο δίπλα. Η μουσική από το πάρτυ την έκανε να κουνάει ρυθμικά το πόδι της στο έδαφος. Έκλεισε τα μάτια και άφησε το ζεστό αεράκι του Αυγούστου να της ανεμίζει τα κατάμαυρα μαλλιά της καθώς απολάμβανε τη μελωδία.
Εκείνος κρατούσε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και στεκόταν δίπλα σε μια παρέα που έλεγε αστεία και γελούσε. Δεν πρόσεχε τι έλεγαν, μόνο κοιτούσε την πανέμορφη κοπέλα που καθόταν σε ένα παγκάκι μόνη της και χάζευε τη λίμνη. Ήθελε πολύ να της μιλήσει αλλά δεν είχε βρει ακόμα το θάρρος.
Τότε το πικ-απ άρχισε να παίζει το "la vie en rοse". Εκείνος χαμογέλασε και τα πράσινα του μάτια έλαμψαν. Ήθελε να τη ζητήσει σε χορό. Ήταν άλλωστε το αγαπημένο του τραγούδι.
Πλησίασε αργά-αργά, πήρε μια βαθιά ανάσα και...
-Δεσποινίς, χορεύετε?
Η κοπέλα κάπως σαστισμένη και ελαφρά αναψοκοκκινισμένη, έγνεψε καταφατικά. Του χαμογέλασε. Το χαμόγελο της έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει.
Της έπιασε το χέρι, το φίλησε και την οδήγησε στην πίστα.
Ήταν Αύγουστος του 1950.


Εκείνη καθόταν στην κουνιστή της καρέκλα και έπλεκε μια εσάρπα που είχε ξεκινήσει από το χειμώνα, καθώς άκουγε μουσική από ένα παλιό τραντζιστοράκι. Εκείνος καθόταν στον καναπέ και διάβαζε εφημερίδα. Το ζεστό βραδινό αυγουστιάτικο αεράκι έμπαινε απο την ανοιχτή μπαλκονοπορτα και έδινε στην ατμόσφαιρα κάτι το μαγικό. Ξάφνου στο ράδιο άρχισε να παίζει ένα γνώριμο τραγούδι. "il me l'a dit, m'a jοure pοur la vie" έλεγε η τραγουδίστρια καθώς εκείνος σηκωνόταν αργά από τον καναπέ. Την πλησίασε και την κοίταξε με στοργή.
-Δεσποινίς, χορεύετε?
Εκείνη τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Σηκώθηκε κουτσαίνοντας και του έδωσε το χέρι της.
Την πήρε αγκαλιά καθώς στριφογύριζαν αργά στο ρυθμό του τραγουδιού.
Η μουσική σταμάτησε και εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο.
Τα μάτια της έλαμψαν από τα δάκρυα που συγκρατούνταν με δυσκολία.
"Σ'αγαπώ" του ψιθύρισε.
"Σ'αγαπώ" της ψιθύρισε.
Ήταν Αύγουστος του 2010.


Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Ενός λεπτού ζωή


Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και το κορίτσι με τα μεγάλα καστανά μάτια γύρισε ξαφνιασμένο.
-"Ζωή, τι κάνεις εκεί? Κλείσε το παράθυρο και έλα ξάπλωσε στο κρεβάτι. Θα χειροτερέψεις την κατάστασή σου!" είπε η κοπέλα που μόλις μπήκε.
Το κορίτσι έριξε μια τελευταία ματιά έξω από το παράθυρο και έτρεξε γρήγορα να κουκουλωθεί με το πάπλωμα.
-"Μαμά να σε ρωτήσω κάτι?"
-"Ο,τι θες παιδί μου."
-"Πως είναι η θάλασσα από κοντά?"
Η γυναίκα κοίταξε απορημένη τη Ζωή.
-"Οπως την έχεις δει και στη φωτογραφία. Γαλάζια και απέραντη."
-"Εγώ δε νομίζω πως είναι έτσι όπως λες..."
-"Αλήθεια? Και πως νομίζεις ότι είναι?"
-"Δεν ξέρω. Tη φαντάζομαι σαν μια περίεργη κοπέλα. Δεν έχει συγκεκριμένη ηλικία. Πότε δροσερή και παιχνιδιάρα και πότε ήσυχη και θερμή. Είναι καλή και κακή ταυτόχρονα. Μπορεί να σου δώσει χαρά αλλά και λύπη. Να σου αποκαλύψει θησαυρούς, μα να σου αποκρύψει και μυστικά. Και έχει ένα άρωμα μαγευτικό , που σε κάνει να ταξιδεύεις σε κόσμους μυθικούς και ανεξερεύνητους...."
-"Ναι, όμως κυρία μου άσε τις πολλές φαντασίες για αργότερα. Τώρα είναι ώρα για ύπνο."
-"Μαμά, μπορείς να με πας να δω τη θάλασσα?"
-"Σε λίγο καιρό που θα γίνεις καλά και θα βγεις από εδώ μέσα, θα σε πάω."
-"Ναι, αλλά το ίδιο είπες και πέρυσι, και πρόπερσι. Από τότε που γεννήθηκα όλο αυτό ακούω. Βαρέθηκα να ονειρεύομαι. Βαρέθηκα να ελπίζω. Θέλω να ζήσω."
-"Και θα ζήσεις. Άμα το θέλεις πολύ, θα ζήσεις."
-"Μου το υπόσχεσαι?"
-"Ναι, σου το υπόσχομαι."

10:53

Ένα ασθενοφόρο σταματά απέναντι από μια παραλία.

10:55

Δυο νοσοκόμες σέρνουν ένα φορείο προς την αμμουδιά.

10:57

Μια μητέρα κάθεται στο παγκάκι αγκαλιά με το παιδί της και κοιτούν την παραλία.

10:59

-"Είδες Ζωή μου ? Τελικά πραγματοποιήθηκε το όνειρό σου. Να η θάλασσα. Δεν είναι πανέμορφη?" είπε η μητέρα και γύρισε να κοιτάξει το κορίτσι που κρατούσε. Εκείνο είχε κλείσει τα μάτια και ανέπνεε με δυσκολία.
-"Μαμά, ήρθε να με πάρει."
-"Ποιος καλή μου?"
-"Η κυρία θάλασσα. Δεν είναι μπλε όπως έλεγες. Είναι μια όμορφη γαλήνια κοπέλα. Μου γνέφει να πάω μαζί της."
-"Όχι Ζωή μου! Μην πας! Πρέπει να ζήσεις!!"
-"Μα μητέρα, μόλις έζησα....."

11:00

Η Ζωή σηκώθηκε όρθια και έδωσε το χέρι της στη γυναίκα που στεκόταν απέναντί της.
-"Καλώς όρισες Ζωή."
-"Καλώς σε βρήκα, Θάλασσα."

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Κυνηγώντας την ευτυχία


-Δε θέλω να φύγω.
-Πρέπει.
-Θέλω να μείνω εδώ. Στην αγκαλιά σου. Δίπλα σου. Γιατί να πρέπει να φύγω και να μην πρέπει να μείνω?
-Γιατί έτσι ορίζει το εισιτήριό σου.
-Και γιατί να αφήνουμε τα πρέπει να μας καθορίζουν τη ζωή?
-Δεν ξέρω.Ίσως για να θέτουν όρια στα θέλω μας.
-Ναι, αλλά η ευτυχία μας ορίζεται από τα θέλω μας. Γιατί επιλέγουμε τότε τη δυστυχία?
-Τα θέλω, μικρή μου, δε φέρνουν πάντα την ευτυχία. Ούτε και τα πρέπει αντίστοιχα.....
Μην έχεις αυτό το βλέμμα. Μπορεί το αύριο να σε πάρει μακρυά μου γιατί πρέπει, μα τα θέλω μας, θα μας ξαναφέρουν και πάλι κοντά. Γιατί μέσα μας κρύβουμε θέληση για να αντέχουμε σε αυτό το ατέρμονο κυνήγι της ευτυχίας.
-Φοβάμαι για το αύριο. Για τον ύπνο χωρίς το χάδι σου. Για το ξύπνημα χωρίς το φιλί σου. Για τη βόλτα χωρίς το χέρι σου. Φοβάμαι για το πως θα σου πω το τελευταίο αντίο.
-Κλείσε τα μάτια σου και άκουσέ με. Άγγιξέ με. Νιώσε με. Είμαι δίπλα σου. Είμαι μέσα σου. Στο μυαλό σου. Στην καρδιά σου. Και κάθε βράδυ θα είμαι στα όνειρά σου και θα σε περιμένω.
-Φοβάμαι.
-Άσε το φόβο σου να γίνει ένα κεράκι που σβήνει. Το αύριο είναι σαν ένα ζάρι που δεν ξέρεις τι θα φέρει. Πότε εξάρες, πότε άσσους. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να αντιμετωπίσεις την τύχη σου με ένα αίσθημα προσμονής και προσδοκίας. Μόνο τότε θα νιώσεις θραύσματα αληθινής ευτυχίας.
-Αγκάλιασέ με. Σαν να μην υπάρχει αύριο.


Το κεράκι στο κομοδίνο για μια στιγμή τρεμόπαιξε και έσβησε. Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στην αγκαλιά του αγοριού. Έμειναν έτσι, μέχρι που ο ήλιος τους άνοιξε τα μάτια με τις φωτεινές ακτίνες του. Η σημερινή μέρα ήταν πιο όμορφη από τη χθεσινή....

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Κάνε μια ευχή


Ένα τρίξιμο ακούστηκε στη σκάλα καθώς ένα γυμνό λευκό πόδι πατούσε πάνω στο κεφαλόσκαλο.
-"Σςςςςςς. Κάνε ησυχία Αριάδνη. Μπορεί να ξυπνήσεις κανέναν!" ακούστηκε μια απαλή, κοριτσίστικη φωνή.
-"Συγγνώμη, το ξέχασα ότι τρίζει!" Ανταποκρίθηκε μια άλλη.
Δυο μικρές φιγούρες με άσπρα νυχτικά εμφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι. Η μια κρατούσε αναμένο ένα κερί και προπορευόταν προς την κορυφή της σκάλας ενώ η άλλη ακολουθούσε κάπως φοβισμένα.
-"Αδελφούλα, είσαι σίγουρη ότι μπορείς να βγεις έξω? Μπορεί να χειροτερέψεις με το κρύο".
-"Όχι Αριάδνη. Μη φοβάσαι. Σχεδόν κάθε βράδυ έρχομαι εδώ και είδες, ο γιατρός είπε πως πάω καλύτερα." την καθησύχασε το πρώτο κορίτσι και συνέχισε να ανεβαίνει. Ήταν πανέμορφη. Τα μάτια της ήταν γαλάζια σαν τον ουρανό και τα μαλλιά της κατάξανθα σαν αστερόσκονη. Και έτσι όπως ήταν ντυμένη στα λευκά, μπορούσες να την περάσεις και για άγγελο....
-"Έλα, φτάσαμε." ψιθυρησε και άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα της ταράτσας.
-"Ουάου!" αναφώνησε η Αριάδνη "είναι πανέμορφα!" και τα καστανά μάτια της φωτίστηκαν από τα χιλιάδες αστέρια που φώτιζαν τον ξάστερο ουρανό.
-"Χαχα! Το ξέρω! Είναι μαγικά εδώ το βρά..." και πριν ολοκληρώσει τη φράση της, η κοπέλα άρχισε να βήχει δυνατά. Η Αριάνδη έτρεξε αμέσως κοντά της ανήσυχη.
-"Είσαι καλά? Καλύτερα να πάμε μέσα."
-"Όχι καλή μου. Είμαι μια χαρά. Να, κάτσε εδώ να σου δείξω κάποια πράγματα." της είπε και την τράβηξε να κάτσει δίπλα της.
"Τα βλέπεις αυτά τα μεγάλα αστέρια? Είναι ο Δενέβ,ο Βέγκας και ο Αλταίρ. Αν παρατηρήσεις σχηματίζουν τρίγωνο. Και εκείνο εκεί που μοιάζει με κούπα, είναι η μεγάλη Άρκτος."
-"Τι όμορφα!"
-"Αλλά το αγαπημένο μου αστέρι είναι η Αφροδίτη, ή αλλιώς, Αυγερινός. Αυτό, Αριάδνη μου, ξέρεις, λάμπει συνέχεια. Πρωί-βράδυ. Και είναι το πιο φωτεινό από όλα".
-"Και γιατί είναι πιο φωτεινό και τα άλλα δεν είναι?"
-"Δεν ξέρω. Ίσως γιατί μπορεί να συμβολίζει κάτι."
-"Να συμβολίζει?" απόρρησε η μικρή.
-"Ναι. Μπορεί ας πούμε, να συμβολίζει την ελπίδα, που είναι πάντα λαμπρή και αθάνατη. Ή μπορεί να συμβολίζει την Αγάπη." υπέθεσε το κορίτσι και συνέχισε να αγναντεύει σιωπηλή τον ουρανό.Τη σιωπή έσπασε η μικρούλα.
-"Άμα συμβολίζει την αγάπη και την ελπίδα, μπορώ να κάνω μια ευχή?"
-"Βεβαίως και μπορείς, καλή μου."
-"Τότε εύχομαι να μείνεις για πάντα κοντά μου!" φώναξε και αγκάλιασε την ξανθιά έφηβη με λαχτάρα.
-"Μακάρι Αριάδνη μου. Μακάρι..." είπε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια της.
Τις επόμενες μέρες τα δυο κορίτσια ανέβαιναν συνέχεια στην ταράτσα και έκαναν παρέα στην Αφρ
όδίτη. Εκείνα της έλεγαν για τη ζωή στη γη και εκείνη τους ανταπέδιδε με ιστορίες και παραμύθια από τα βάθη του χρόνου. Ώσπου ένα βράδυ, η πόρτα δεν άνοιξε και η Αφρόδίτη έμεινε μόνη να απορεί που χάθηκε ξαφνικά η συντροφιά της.
Χρόνια πέρασαν και η πόρτα όλο και πάλιωνε. Αράχνες είχαν εγκατασταθεί στις χαραμάδες, μα κανείς δεν ερχόταν να την ανοίξει.
Ένα τρίξιμο ακούστηκε στη σκάλα, μόνο που τώρα μια νέα γυναίκα ανέβαινε τα παλιά σκαλιά. Με δισταγμό άνοιξε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα και δάκρυσε μόλις ήρθε αντιμέτωπη με τη θέα που αντίκρισε. Πλησίασε στο κέντρο του πατώματος και έκατσε κάτω για να παρατηρήσει τον ουρανό.
-"Να ο Δενέβ, ο Αλταίρ και ο Βέγκας. Να η μεγάλη άρκτος, που μοιάζει με κούπα. Και να η Αφρόδίτη, λαμπερή και όμορφη όπως πάντα." σιγομιλούσε καθώς το χέρι της σχημάτιζε τους αστερισμούς. Ξάφνου έμεινε παγωμένη. Ένα νέο αστέρι είχε κάνει την εμφάνισή του και δεν το ήξερε. Ήταν εκεί. Λίγο πιο δίπλα από την Αφρόδίτη. Και η λάμψη του ήταν τόσο φωτεινή, όσο εκείνης. Τότε η κοπέλα κατάλαβε. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις, σχημάτισε ένα χαμόγελο και φώναξε "Καληνύχτα Αναστασία..."
Ξάφνου, ένα αεράκι φύσηξε και η γυναίκα κίνησε να φύγει. Μα πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα, σαν ψίθυρος από τις φυλλωσιές κάποια αγγελική φωνή της φάνηκε να της φωνάζει:
"Καληνύχτα Αριάδνη..."